theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

1. ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ: ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΓΡΑΦΙΚΟΙ ...ΑΡΧΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ

Με  την  ευκαιρια  του  ΠΑΣΧΑ  που  έρχεται
θα κάνουμε ένα αφιέρωμα στους Μάρτυρες-Χριστούς
 του χωριού, που πορεύονταν  το Μεγάλο καθημερινό Γολγοθά δημοσιεύοντας το σχετικό αποσπασμα από το βιβλίο μου
"ΑΛΛΟΤΙΝΕΣ ΕΠΟΧΕΣ"

 Σε επόμενες αναρτήσεις θα έχουν την
τιμητική τους οι ...άρχοντες και οι αφεντάδες
της περιοχής, κυρίως μέσα από το ...ημερολόγιο
ενός εξ αυτών.  Προς  Θεού  μην πάει ο νους σας
σε τίτλους και τέτοια, αλλά έτσι όπως τους φανταζόμα-
σταν τότε εμείς ως παιδιά. Κυρίως θα  αναφερθούμε σε
δυο από αυτούς, τον θρυλικό Παπαλέξη και τον Ζουρτσάνο
Νίκο Οικονομόπουλο, ο οποίοι στη δύση του διάβα τους συνε-
ταιρίσθηκαν   και έφτιαξαν  ένα  χοιροστάσιο  στην  Τρανή  Λάκα(α)
Μα καλά ο παπάς στο χωριό έμενε, το θυμιατό το είχε και το κούναγε, αλλά ο μπαρμα Νίκος τι μυαλό κουβαλούσε που άφησε κοτζάμ ζαχαροπλαστείο στο Χολαργό και ήρθε να καζαντίσει κάνοντας δουλειές με φούντες όπως και σεις θα διαβάσετε;

                    ΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ
    Επιβλητική και κυρίαρχη στον κάμπο του Ακόβου είναι  η μπουρμπούλα[1] του Καραθανάση, Όμως αν και βγάζει πολύ νερό είναι ανεκμετάλλευτη για άρδευση, διότι βρίσκεται κοντά στη θάλασσα, περίπου 50 μέτρα από την  ακρογιαλιά. Τον καιρό εκείνο, λοιπόν, όλος ο κόσμος που δούλευε στον κάμπο, γέμιζε τις βίκες και τα παγούρια από αυτήν την μπουρμπούλα. Ενώ δυο άλλες, τεράστιες και αυτές, περίπου στην αρχή του βάλτου, μια πιο κάτω από του Σκόντρα, μεταξύ των χωραφιών του Ξουραφά και του Μάρκου Τάγαρη και η άλλη πιο πέρα προς το μεσαίο σπίτι του Ξουραφά, πότιζαν όλο τον κάμπο. Από την δώθε μπουρμπούλα αρδεύονταν τα χωράφια των Μανουσαίων, Λαλιωταίων και των Αλταναίων και από την πέρα όλα τα χωράφια του Ακόβου και της Μπούκας μέχρι κάτω τα Καζακαίϊκα και του Καζανά.  Αυτές οι δυο μπουρμπούλες ήσαν οι τροφομάνες του χωριού.
Απ΄ αυτές ξεκινούσαν δυο κεντρικές, μεγάλες γράνες σαν ποταμάκια, που τις έλεγαν αυλάκια. Μάλιστα αυτή που πήγαινε προς τα Αλτανέικα την έλεγαν το αυλάκι του Μανόλη και την άλλη την έλεγαν το αυλάκι του Ξουραφά.   Απ΄ αυτά τα αυλάκια έπαιρναν νερό άλλες κάθετες, μικρότερες γράνες με αποτέλεσμα να σχηματίζεται ένα αρδευτικό δίχτυο[2] από το οποίο ποτίζονταν όλα τα προαναφερόμενα χωράφια. Τα αυλάκι του Ξουραφά ήταν λίγο μεγαλύτερο και πιο βαθύ από το άλλο. Σε μερικά δε σημεία τον βάθος του νερού περνούσε τα δυο μέτρα. Και τι δεν είχαν μέσα τα αυλάκια; Τέλειος υδροβιότοπος! Από σφαρδάκλια, ζάμπες, χέλια, νερόφιδα, βδέλες, καβούρια και μέσα στο βούρκο κάθε λογής σκουλήκια, ζαμπαρόλες και σκουληκαντέρες. Συνάμα φύτρωναν καρδάμυλα, νεράγκαθα, ψαθιά και στις όχθες βάτα, σαμακιές, αγριοσυκιές, ιτιές, πλατάνια και όλα της φύσης τα χορτάρια. Ανακατεμένος ο ερχόμενος.
Αυτή η άγρια και πλούσια βλάστηση με τον καιρό έφραζε τα αυλάκια και το νερό λιγόστευε, γι΄ αυτό κάθε τρία με τέσσερα χρόνια τα καθάριζαν και τα ξανάνοιγαν με προσωπική εργασία. Τα μεροκάματα κατανέμονταν ανάλογα με τα στρέμματα  των χωραφιών που αρδεύονταν. ΄Όλα τα σχετικά τα κανόνιζε  ακριβοδίκαια ο Ηλίας Πέτσης, ο οποίος πάντα είχε και τη γενική επιστασία για το άνοιγμα του αυλακιού. Ίσως από εδώ να του έμεινε και το παρωνύμιο ο ΄΄Εισαγγελέας΄΄. Οι περισσότεροι ιδιοκτήτες όμως, πλήρωναν τα μεροκάματα που τους αντιστοιχούσαν και έτσι το αυλάκι το άνοιγαν τα ίδια άτομα κάθε χρόνο, οι σκαφτιάδες-ξωμάχοι.
Αυτά τα άτομα, οι αιμοδότες της περιοχής, οι Μάρτυρες, παρά τις χίλιες στερήσεις, τους κόπους και τις θυσίες ήσαν με το χαμόγελο στα χείλη, με τον καλό λόγο και το καλαμπούρι πάντοτε σε όλες τις στιγμές της δύσκολης τότε ζωής. Και στις καλές αλλά και στις κακές και ανάποδες. Ολημερίς για πολλές μέρες, μέσα  στο βούρκο και το νερό επάνω από τα γόνατα να σκάβουν με τις πλατιές αξίνες και τα φτυάρια τους, λες και ήσαν από σίδερο σαν τους μετέπειτα γερανούς, με τη διαφορά ότι αυτοί στέκονταν έξω από τη γράνα. Τα αγριλίσια στειλιάρια με άγριους κόμπους ήταν επέκταση των ροζιασμένων χεριών τους. Τόσο πολύ μαζί είχαν δεθεί. Άνθρωποι ξωμάχοι, μεροκαματιάρηδες με ένα ξεροκόμματο ψωμί στην πετσέτα, ένα σκουράνζο και καμιά δεκαριά ελιές για μεσημεριανό.  Το μόνο ευχάριστο που πάντα τους συντρόφευε ήταν το μπουκάλι με το κρασί. Ήταν ο πιο πιστός και καρδιακός τους φίλος.
Όλοι αυτοί, με πρόσωπο τραβηγμένο και στεγνό, με μαλλιά αραιωμένα και λιγοστά στους πρόποδες του κεφαλιού,  με έρημη και γυμνή την κορυφή από τον κούκο και τον ιδρώτα που έτρεχε ασταμάτητα, έχουν αφήσει το στίγμα τους στην ιστορία  του τόπου. Η ευγνωμοσύνη, το χρέος και ο σεβασμός στα μηνύματα που άφησαν σαν διαθήκη είναι ιερό καθήκον όλων των μεταγενεστέρων γενεών.
Για όλα αυτά λοιπόν και άλλα τόσα, τους αναφέρουμε όλους με κεφαλαία γράμματα: ΓΙΩΡΗΣ ΤΣΕΛΙΚΑΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΦΑΝΑΡΑΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΑΤΣΑΜΠΟΥΛΑΣ ΓΙΩΡΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΗΣ ΤΖΟΥΡΑΜΑΝΗΣ, ΤΑΣΗΣ ΒΛΑΧΟΣ, ΓΙΩΡΗΣ ΒΛΑΧΟΣ, ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΚΑΤΣΑΜΠΟΥΛΑΣ, ΠΑΥΛΟΣ[3] ΚΗΚΟΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΙΩΡΗΣ ΓΙΑΚΟΥΜΟΠΟΥΛΟΣ και προς θεού να μην ξεχάσω κάποιον.
Τα παρακάτω λόγια προς τιμή του Τζουραμάνη, είναι αφιερωμένα και σε όλους αυτούς τους μάρτυρες.
Πρώτος από όλους λοιπόν, αν και με μικρότερο δέμας ο Γιώρης ο Τζουραμάνης. Ήταν ένας μικροσκοπικός άνθρωπος που δεν σου γέμιζε το μάτι αλλά είχε μια ψυχή χαλύβδινη και ρωμαλέα. Και το κυριότερο αν και του έλειπε το ένα χέρι από τον καρπό και κάτω είχε την πιο πλατιά αξίνα, ίσια με το μπόι του. Στην επάνω άκρη του στειλιαριού είχε δέσει ένα διπλό λουρί και μέσα εκεί περνούσε το κουλό του. Ήταν ισχνός και πουθενά δεν είχε ένά δράμι περιττό κρέας. Πετσί και κόκαλο. Σαν τους αγίους της Αποκάλυψης.
Είχε μια γαϊδάρα και κάθε πρωί πριν να σκάσουν οι πρώτες
ακτίνες του ήλιου, πρώτος στον βάλτο ή στον Άκοβο. Μια να ανοίξει τις γράνες, μια  να ξεχορταριάσει τα μπαΐρια  από τις παλιαγριάδες και τις φτέρες μια να σκαλίσει τις ντοματιές και να βγάλει την κύπερη. Για όλες της βαριές δουλειές έπαιρναν το μπάρμπα Γιώργη. Τι να κάνει κι αυτός; Έπρεπε να μαζέψει κανένα μεροκάματο γιατί τα βερεσέδια του χειμώνα δεν περίμεναν. Δουλειά και δόξα το Θεό. Και όταν έπεφτε για τα καλά ο ήλιος έπαιρνε την ανηφόρα, μια ώρα δρόμο, για το κονάκι του στον Αλιά.
Στον Άκοβο , στην επάνω μεριά και κοντά στο αυλάκι του Ξουραφά, είχε ένα μικρό χωράφι, δυο με τρεις σποριές. Ένα καλοκαίρι που λέτε, είχε βάλλει ντομάτα και την καλλιεργούσε μόνος του. Μεροκάματο πήγαινε όταν του επέτρεπαν οι δουλειές του. Σιγά-σιγά είχε φθάσει στη μέση της καλλιέργειας, οπότε ήταν η περίοδος του έντονου ποτίσματος όπως και σε  όλα  τα χωράφια του Ακόβου, διότι η ντομάτα ήταν η κυρίαρχη καλλιέργεια σε όλο τον κάμπο. Ήταν δε κατακαλόκαιρο, Αύγουστος μήνας. Βεβαίως οι αγρότες προγραμμάτιζαν μεταξύ τους ποια ώρα και ημέρα θα ποτίσουν οι μεν και ποια οι άλλοι. Ήταν αδύνατο να ποτίσουν όλοι την ίδια μέρα. Ήταν 20 με 30 άτομα περίπου και το αυλάκι δεν είχε και τόσο πολύ νερό. Γι’ αυτό    κανόνιζαν τις ημέρες. Μια ημέρα λοιπόν είχαν σειρά  και πότιζαν κάτω εκεί στη Μπούκα. Όταν πότιζαν στην Μπούκα, που ήταν το πιο απομακρυσμένο μέρος, δεν έπρεπε κανείς να ποτίζει στα χωράφια που ήσαν στην απάνω μεριά διότι η πίεση μίκραινε και το νερό δεν έφθανε καθόλου εκεί. Την πρώτη ώρα λοιπόν όλα πήγαιναν μια χαρά. Μετά όμως το νερό λιγόστεψε πολύ. Η διαφορά έγινε αισθητή. Τι να κάνει και ο Νικόλας ο Βλάμης είδε και από είδε και με την αξίνα  στον ώμο ξεκινάει να πάει να δει τι συμβαίνει. Νευριασμένος και αναψοκόκκινος έψαχνε την γράνα που ερχόταν το νερό από το αυλάκι του Ξουραφά μήπως βρει καμιά ανοιχτή κόφτρα. Αυτό θα ήταν απόδειξη ότι κάποιος πότιζε παράνομα και γι αυτό δημιουργούταν το πρόβλημα. Μετά πολλά  φθάνει ψηλά στο αυλάκι κι τελικά βρήκε την κόφτρα που έκανε τη ζημιά. Κάποιος μπεζεβέγκης είχε μισάνοιχτη την κόφτρα. Πότιζε κρυφά και στα μουλωχτά.
Ο Νικόλας τι να κάνει; Κλείνει την κόφτρα με την αξίνα, ρίχνει μερικές βρισιές να ξεθυμάνει και παίρνει το δρόμο του γυρισμού προς το χωράφι του. Σε λίγο το νερό έγινε περισσότερο και άρχισε να ποτίζει. Σε μιά ώρα όμως πάλι τα ίδια. Οργισμένος πλέον τρέχει πάλι ψηλά στη κόφτρα. Δεν ήταν και κοντά. Ένα χιλιόμετρο το λιγότερο. Πάλι βλέπει  την κόφτρα  ανοιχτή και μάλιστα τώρα ήταν ανοιχτή με τρόπο πονηρό. Ο μπεζεβέγκης την είχε ανοίξει και είχε τοποθετήσει κάτι κλαδιά για να μην φαίνεται. Α! λέει και ο Νικόλας εδώ κάτι τρέχει. Ο μπεζεβέγκης με κοροϊδεύει για να δούμε ποιος είναι. Πιάνει λοιπόν κλείνει πάλι την κόφτρα κα χώνεται σε κάτι νεράγκαθα. Στο σημείο αυτό το αυλάκι είχε βάθος περί το 1,5 μέτρα και ήταν όλο βούρκο και νεράγκαθα. Σε λίγο να και ο μπεζεβέγκης. Ήταν ο Γιώργης ο Τζουραμάνης με τη ντρίτσα του και ένα σώβρακο, όχι βρακοζώνι αλλά πλατύ και μακρύ μέχρι κάτω τις γάμπες. Κοιτάζει γύρω-γύρω και μετά πλησιάζει τη κόφτρα σκύβει και  αρχίζει πάλι με το κουλό να την ανοίγει. Σε αυτή την φάση όπως ήταν σκυμμένος, πάει ο Νικόλας από πίσω σιγά–σιγά και φραπ του δίνει μια σπρωξιά και  ο Τζουραμάνης πέφτει μέσα στη γράνα, με το κεφάλι. Με τα πολλά πλατσουρίσματα τελικά βγήκε από τη γράνα. Ούτε κιχ δεν έκανε, αλλά ούτε είδε και ποιος τον έσπρωξε. Ο Νικόλας αμέσως εξαφανίσθηκε ο δε Τζουραμάνης δεν είπε τίποτα. Να ξεφτιλιστεί;  Άσε που ήταν και φταίχτης, λουμπίνας του κερατά. Τι να έκανε ο κακομοίρης.  Την άλλη μέρα ήθελε να πάει μεροκάματο και μάλιστα είχε πάρει αποκοπή έναν μπότη. Υπολόγιζε να τον κιόσει σε δυο ημέρες και γι’ αυτό είχε πάρει μπροστάντζα  για τρία μεροκάματα. Αυτός ήταν ο λόγος που έκανε τη ματσαραγκιά. …..
Και νάμαστε το βράδυ στον Αλιά. Το έργο διαδραματίστηκε ως εξής:
Μπαίνοντας στο χωριό, επάνω σε ένα ύψωμα ήταν το σπίτι και το μαγαζί του γέρο-Ζώη του Ζιά. Σε κοντινή απόσταση και στη κάτω μεριά, ήταν η πλίνθινη χαμοκέλα του Τζουραμάνη και πιο πέρα στο ίδιο επίπεδο ήταν του Μαρίνη[4]. Όλοι οι χωριανοί είχαν επιστρέψει  πλέον από τις δουλειές τους και οι κότες είχαν μπει στην κούρνια τους. Καθένας φρόντιζε να συγυρίσει το νοικοκυριό του για να του μείνει λίγη ώρα να βάλει μια μπουκιά στο   στόμα και να ρουφήξει δυο-τρία ποτηράκια για να πάει το λιγοστό φαγητό κάτω και γεμίσει το στομάχι. Έπρεπε να απλώσει νωρίς την αρίδα του  γιατί πάλι την άλλη μέρα έπρεπε να ξυπνήσει πριν το χάραμα. Η τσούπα του, η Νίκη, είχε φθάσει στην ηλικία της παντρειάς κι ο γερο-Ζώης συνέχεια γκρίνιαζε για τα βερεσέδια. Η ζωή είχε πολλές ανηφόρες.
Εκείνο το βραδινό λοιπόν, ξαφνικά μέσα στην ησυχία που την διέκοπταν τα γαυγίσματα των σκύλων, ακούγεται μια δυνατή φωνή από ψηλά εκεί το τούμπι:
-       Μαρίνη  ε..ρε Μαρίνη[5]. Πώς το βάλανε το παιδί ρε εε.
Ήταν ο δάσκαλος του χωριού, ο Τάσης Ζιάς, ο μόνος γραμματισμένος τότε στον Αλιά και άτομο αξιοσέβαστο από όλους. Τα νέα κάτω του κάμπου και τα σχετικά με το μπάνιο του Τζουραμάνη στη γράνα από την πρώτη στιγμή της επιστροφής είχαν γίνει βούκινο σε όλο το χωριό. Πώς το λένε κακό χωριό τα λίγα σπίτια. Ο δε Τζουραμάνης είχε κλειστεί μέσα στη χαμοκέλα και δεν έβγαζε άχνα. Αυτός που άλλα βραδινά ήταν όλο αντάρα και φωνές. Τα σημερινά τα έφερε βαρέως. Βλέπεις, είχε πληγωθεί το φιλότιμό του. Ως προς δε τα κρύα ντους  δεν χαμπάριζε τίποτα.
Φωνάζει ο δάσκαλος, μια φορά, δυο φορές. Τίποτα. Ησυχία παντού. Λες και όλοι ήσαν διαβασμένοι. Με την τρίτη όμως, ‘’πώς το έβαλαν το παιδί’’  πετάγεται έξω από τη χαμοκέλα ο Τζουραμάνης με τα βρακοζώνια και κουνώντας το κουλό πάνω-κάτω, κρατώντας το με το γερό από τον αγκώνα, σαν τον Καραγκιόζο φωνάζει με όση φωνή μπορούσε:
-         Πούκιο ρε…ε  Πούκιο το βάλανε και δώστου το κουλό πάνω κάτω.
Πιο πέρα ξεπετάγεται και ο Μαρίνης:
-       Να σου ζήσει κουμπάρε και να τα κατοστήσει!
Η χαμοκέλα έκανε να ανοίξει μετά από τρεις ημέρες.
Ο μπάρμπα Γιώρης ντάντευε τον …Πούκιο.


(α)
 Παλιά συνοικία πριν το Πρασιδάκι, όπου είχαν τα κονάκια τους: Γκουβάτσος, Παπαθεοδώρου, Παπαγιώργος, Νώντας Τάγαρης, Οικονομόπουλος και σία 


[1] Στον κάμπο το σημείο του εδάφους που αναβλύζει νερό  λέγεται μπουρμπούλα.
[2] Ένα άλλο αρδευτικό δίκτυο, πολύ μικρότερο, ήταν αυτό που έπαιρνε νερό από το ποτάμι στην επάνω  γέφυρα του δρόμου, στη Χανιά, και έφθανε μέχρι κάτω τα Παπαδαίϊκα χωράφια και το κάτω γεφύρι.   
[3] Στη σύνοψη των Μαρτύρων του χωριού ο μπάρμπα Πάύλος κατέχει περίοπτη θέση. Ο Παύλος ο γνωστός και αγαπητός σε όλους τους συγχωριανούς, μικρούς και μεγάλους, ήταν ο μοναδικός με αυτό το όνομα σε όλη την περιοχή. Τόσο καλοκάγαθος άνθρωπος  από κάθε χωριό περνά κάθε 100 χρόνια. Το θυμικό του ήταν εντελώς άδειο από οτιδήποτε ανταγωνιστικό συναίσθημα και μικρότητα. Είχε μια πραότητα και γαλήνη ψυχής σε τέτοιο βαθμό που έλεγες ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχει τέτοιος άνθρωπος παρά μόνο στον ουρανό. Εκτός από αυτά όμως πρέπει να μνημονευθεί και για μια άλλη ιδιότητα. Ήταν ο πρώτος μάστορας του ξύλου, λαϊκός ξυλογλύπτης. Δεν υπήρχε είδος από τα αντικείμενα του αγροτικού νοικοκυριού που να μην το είχε φιλοτεχνήσει  ο Παύλος. Κουτάλες, φλογέρες, γαβάθες, στειλιάρια, φτυάρια και ότι περνά από το μυαλό σας. Σίγουρα εάν είχε έλθει σε επαφή με το χώρο της ξυλογλυπτικής, θα εξελισσόταν σε λαϊκό καλλιτέχνη, διότι είχε και τα ψυχικά χαρίσματα και την ειδική επιδεξιότητα.  
[4] Ο Μαρίνης ήταν το μεγαλύτερο πειραχτήρι του Αλιά. Άνθρωπος πράος και καλόβολος δεν σε άφηνε να αγιάσεις με τίποτα.
[5] Για τον πλακατζή Μαρίνη υπάρχει σχετική αναφορά στο 1ο Κεφάλαιο του Τρίτου Μέρους γραμμένη από τον δάσκαλο Θανάση Ζιά, στην εφημερίδα το "ΓΙΑΝΝΙΤΣΟΧΩΡΙ"


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου