theodoroskollias@gmail.com // 6946520823
Aλήθεια ποιος φταίει για την κατάντια της χώρας μας;

Δευτέρα 6 Μαρτίου 2017

Η Στρατούλα και το μωρέλι της ο Στέφανος (1 από 2)

Στη μνήμη 
των γονιών μου,
Νίκου και Ελένης
ΣΤΟΝ 812 ΘΑΛΑΜΟ ΤΗΣ Ε΄ ΠΑΘΟΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ 
   
      Από τότε που συνέβησαν αυτά που σας εξιστορώ, έχει κυλήσει  μπόλικο νερό κάτω από τη γέφυρα της Νέδας (το ποτάμι δίπλα στο χωριό μου) και αν το υπολογίσουμε με τον χρόνο κοντά στα πέντε χρόνια, αν και με αυτόν τον κύριο, τον χρόνο εννοώ, καθόλου καλά δεν τα πάμε τώρα τελευταία μια και άρχισε να μου κάνει κόνξες και μάλιστα να μου τις επιβάλλει αυθωρεί και παραχρήμα. Τη μια την ονόμασε αρτηριακή υπέρταση, άντε ρίχ'τη στο ποτάμι, την άλλη δισκοκήλη με τα συμπαρομαρτούντα, άντε κι αυτή μαζί κι αντί να με προστατεύει, μια και γίναμε φίλοι, μου την έφερε σιγά-σιγά και με το μαλακό αυξάνοντας το P.S.A. μου. Προστάτης κατ΄ευφημισμό!  
       Που λέτε λοιπόν τόσους και τόσους ανθρώπους  έχω συναντήσει, όπως ο καθένας βέβαια,  στο διάβα της κυρά-ζωής του, αλλά η εντύπωση που μου έκαναν αυτοί οι δυο άνθρωποι,  η Στρατούλα και ο Στέφανος  δεν ξέρω γιατί και πώς, μου έχει μείνει ανεξίτηλη. Κι αυτό γιατί ήσαν άνθρωποι καλοσυνάτοι, απλοϊκοί  με το χαμόγελο και την καλή κουβέντα να μη τους λείπει ούτε λεπτό και μάλιστα κάτω από δύσκολες συνθήκες, όπως αυτές στο νοσοκομείο. Ατόφιοι λαϊκοί άνθρωποι χωρίς μια σταλιά υποκριτικά φτιασίδια. Όπως και σεις αγαπητοί μου είμαι σίγουρος πως θα συμφωνήσετε ότι αυτοί οι δυο άνθρωποι επαξίως κρατάνε τον πρώτο ρόλο στη μικρή εξιστόρηση που σας κάνω.. 
      Αλλά ας αρχίζουμε κι από μόνοι σας θα καταλάβετε…
     Ήταν λοιπόν η Στρατούλα και ο Στέφανος από τη  Λέσβο, το νησί της Σαπφούς και του Ελύτη. Εβδομήντα οχτώ  χρονών η Στρατούλα, εβδομήντα επτά  ο Στέφανος και ζευγάρι κοντά στα εξήντα ολόκληρα χρόνια. Η όλη ιστορία έλαβε χώρα σε ένα θάλαμο του Ευαγγελισμού, τον 812 στην Ε΄ Παθολογική Κλινική, όπου ο κυρ Στέφανος ήταν άρρωστος σε ένα από τα οκτώ κρεβάτια, δίπλα από τον πατέρα μου, λίγους μήνες πριν αυτός μας αφήσει. Όλοι οι ασθενείς εκεί μέσα, άλλος λίγο κι άλλος πολύ, ήταν γεροντάκια, ξωμάχοι της ζωής και έτοιμοι να πάρουν το δρόμο της λησμονιάς. Πολύ καλά κάνουν που σε κάθε θάλαμο βάζουν ανάλογα περιστατικά και κατά ηλικία. Κάθε κρεβάτι και μια ιστορία. Ποιον να πρωτομνημονεύσω και τι να πω. Ένας γεράκος πιο δίπλα ήταν τόσο πεισματάρης και ανήσυχος που τράβαγε συνέχεια τον ορό και τον καθετήρα που του είχαν βάλει. Ο γιος του, που τον φύλαγε, δεν ήξερε τι να κάνει. Συμφωνείτε ότι συνήθως οι νυφάδες απλώς βοηθάνε για τον πεθερό, αλλά όχι πολλά πάρε-δώσε με καθετήρες, πάπιες και τέτοια.  Μέχρι που του γεράκου του έδεσαν  τα χέρια στο κρεβάτι με γάζες. Μόνο να τον αντίκριζες να κλαίει και να παρακαλεί να τον λύσουν και τον γιο του, μεγάλο άνθρωπο με ψαρά μαλλιά, να βουρκώνει συνέχεια, φτάνει. 
   Έπρεπε να ήσουν από σίδερο για να αντέξει η ψυχή σου τέτοιες δοκιμασίες. "Μια ζωή, ογδόντα οκτώ χρόνια ο πατέρας μου δεν είχε πιει ούτε μια ασπιρίνη και πρώτη φορά ήρθε στην Αθήνα" μας έλεγε ο γιος που κι αυτός ήταν περίπου στα δεύτερα ήντα. Δεν χρειάζεται να περιγράψω άλλο περιστατικό, που λένε και οι ιατροί, Νομίζω όλοι μας έχουμε γίνει μάρτυρες σε τέτοιες καταστάσεις, όπου  ο πόνος και η θλίψη είναι τα κυρίαρχα συναισθήματα μαζί με την ελπίδα και το φόβο που εντονότερα τα βλέπεις στα πρόσωπα των ασθενών.  Τι να κάνουν; Από τις πολλές λευκές ρόμπες γνωρίζουν το γιατρό τους, ανοίγουν τα κουρασμένα τους μάτια και με λαχτάρα ρωτούν: "Γιατρέ μου πότε  θα βγω;"(1)
     Λοιπόν Ο Στέφανος ήταν ο πιο κοτσονάτος εκεί μέσα και πάντα ήταν όρθιος, καμαρωτός, φρεσκοξυρισμένος και πάντα με τη χωρίστρα του. Και το άλλο, ο πιο  παλιός στο θάλαμο. Κόντευε το μήνα και όλο αυτό τον καιρό η γυναίκα του, η Στρατούλα,  δεν κούνησε ρούπι από δίπλα του. Τον ξύριζε κάθε πρωί και τον ντάντευε πριν έρθει η πρώτη νοσοκόμα. Παντού μαζί κι αχώριστοι και στον ύπνο και στο ξύπνιο. Μαζί για εξετάσεις στο μικροβιολογικό, στο ακτινολογικό και όπου χρειαζόταν, μαζί έτρωγαν στο ίδιο πιάτο και το βράδυ έπεφταν δίπλα-δίπλα στο στενό κρεβάτι. Όταν έκαναν επίσκεψη οι γιατροί όλοι εμείς οι συγγενείς των ασθενών βγαίναμε έξω και πηγαίναμε άλλοι στο σαλόνι και άλλοι κάτω στο μπαρ  για κανά τσιγάρο και καφέ. Η Στρατούλα εκεί δίπλα στην κλειστή πόρτα   στεκόταν όρθια, έχοντας ένα καλό λόγο και ένα χαμόγελο για όλους από το προσωπικό που τη χαιρετούσαν αδιάκοπα. Γιατροί, νοσοκόμες, τραπεζοκόμοι και λοιποί. Τόσο καιρό όλοι είχαν γίνει  φίλοι της. "Καλημέρα κυρά Στρατούλα, τι κάνει το μωρέλι σου;" τη χαιρετούσαν εγκαρδίως. Δεν την είδα ποτέ μα ποτέ να βαρυγκομεί, αντιθέτως έτρεχε να βοηθήσει με το χαμόγελο στα χείλη όποιον είχε ανάγκη στο θάλαμο.
(Η συνέχεια σε νέα μας ανάρτηση)  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου